Πρωταθλητές στην διαφθορά αλλά με αμφιβόλου αξιοπιστίας στοιχεία βγάζει τους δήμους για μια φορά ακόμη η ετήσια έκθεση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης κ. Λέανδρου Ρακιντζή καθώς οι πηγές των ελέγχων όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση προέρχονται κατά το 59,1% από καταγγελίες και κατά 19,3% αυτεπάγγελτα ή από πορίσματα και εκθέσεις.
Ετσι ενώ οι Εταιρείες του Δημοσίου παρουσιάζονται να καταλαμβάνουν μόλις το 2,7% της συνολικής διαφθοράς, οι δήμοι παρουσιάζονται να καταλαμβάνουν το 19,1%.
Ακόμη, περισσότερο διεφθαρμένοι παρουσιάζονται οι δήμοι της Αττικής με 38,7% με δεύτερους τους δήμους της Περ. Πελοπονήσου να βρίσκονται στο 9,7% και της περιφέρειας Δ. Μακεδονίας να βρίσκονται τελευταίοι στο 1,9%.
Τα στοιχεία που έδωσε ο κ. Ρακιντζής αν και ο ίδιος καταλήγει σε αναλογίες της πραγματικής διαφθοράς, κατά τη άποψή μας έχουν διπλή ανάγνωση και αποτυπώνουν περισσότερο τον βαθμό ελέγχου κατά τομέα παρά την πραγματικότητα.
Στην ίδια την έκθεση αναφέρεται ότι “το 2010 ο αριθμός των υποθέσεων που χειρίστηκε ο ΓΕΕΔ παρουσίασε μια πολύ σημαντική άνοδο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Ειδικότερα, οι υποθέσεις ανήλθαν στις 1437 (εκ των οποίων οι 1409 εντός αρμοδιότητας), ρυθμός αυξημένος κατά 46,4 % σε σχέση με τον αντίστοιχο του 2009 (981 υποθέσεις). Και για το 2010, όπως και το 2009, η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στο πλήθος των καταγγελιών και αναφορών που κατατίθενται στο Γραφείο του ΓΕΔΔ από πολίτες είτε επώνυμα είτε ανώνυμα (658 και 175 αντίστοιχα). Οπωσδήποτε αυτή η τάση δείχνει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς το θεσμό…»
Στην έκθεση αναφέρεται: «Από τη μέχρι τώρα εμπειρία μας προκύπτει το συμπέρασμα ότι κυρίως μέχρι τώρα οι ΟΤΑ α΄ βαθμού αλλά και οι β’ βαθμού σε μικρότερο βαθμό, εμπλέκονται σε πολλές περιπτώσεις κακοδιοίκησης η οποία όπως είναι γνωστό οδηγεί αρκετές φορές και στη διαφθορά ή ευνοεί την ανάπτυξή της.
Η άσκηση της εξουσίας εκ μέρους αρκετών αιρετών αρχόντων στα όρια της νομιμότητας ή και πέραν αυτής, η απότομη και χωρίς προηγούμενη οργάνωση της απαιτούμενης υποδομής μεταβίβαση σ’ αυτούς αρμοδιοτήτων από την κεντρική διοίκηση, οι ανεπαρκείς έλεγχοι της κεντρικής διοίκησης, οι ανεπαρκείς μελέτες για την εκτέλεση έργων, που πολλές φορές γίνονται σκοπίμως για να δικαιολογηθούν πρόσθετες εργασίες, ακόμη η έγκριση αποφάσεων των ΟΤΑ εκ μέρους της εποπτευούσης αρχής μόνο δια της παρόδου της προθεσμίας προς αναπομπή και κυρίως η έλλειψη δυνατότητας ελέγχου εκ μέρους της Διοίκησης των δημοτικών επιχειρήσεων είναι μερικοί από τους παράγοντες που ευνοούν την κακοδιοίκηση και διαφθορά στο χώρο της Τοπικής Aυτοδιοίκησης, καθημερινώς δε διαπιστώνονται υπεξαιρέσεις σε βάρος των ταμείων των Δήμων, αποτέλεσμα μη επαρκούς ελέγχου εκ μέρους των Δημάρχων. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις μας για τα έτη 2003 έως 2009 αλλά και από την παρούσα.
Οι τομείς που επικεντρώνεται η κακοδιοίκηση στην Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι κυρίως οι πολεοδομίες, το περιβάλλον, οι μεταφορές, τα δημοτικά έργα, οι άδειες καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος (η συζήτηση για τη λήψη των αποφάσεων για την ανάκληση των παράνομων αδειών, πολλές φορές τοποθετούνται τελευταίες στην ημερήσια διάταξη των Δημοτικών Συμβουλίων, με αποτέλεσμα να μη συζητούνται και να ανακαλούνται τελικώς μόνο σε νεκρές από άποψη δραστηριότητας περιόδους), οι δημοτικές επιχειρήσεις που είναι σχεδόν όλες ελλειμματικές, ενώ παράλληλα σε πολλές περιπτώσεις οι υπηρεσίες που προσφέρονται στους πολίτες είναι ελλιπείς. Επίσης σημαντικό σύμπτωμα κακοδιοίκησης και κατάφωρης παραβίασης της νομιμότητας αποτελεί και η άρνηση εκτέλεσης ή συμμόρφωσης των ΟΤΑ και των δύο βαθμών με τις δικαστικές αποφάσεις…».
Χωρίς να υποστηρίζουμε ότι δεν ισχύουν όλα αυτά που αναφέρονται στην έκθεση θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι τελικά οι Δήμοι αποτελούν τους καλύτερα ελεγχόμενους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης αφού και πολιτικούς ελεγκτές διαθέτουν μέσω των αντιπολιτεύσεων και πολύ στενότερα παρακολουθούνται από τους πολίτες.
Σύμφωνα με την έκθεση «και το 2010 οι περισσότερες συνολικά υποθέσεις που ελέγχθηκαν αφορούν στους ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού και στους εποπτευόμενους από αυτούς φορείς, αν και αυτή τη φορά ο στενός δημόσιος τομέας βρέθηκε στην πρώτη θέση του σχετικού πίνακα, όπως άλλωστε και το 2008, παρουσιάζοντας μάλιστα σημαντική άνοδο σε απόλυτους αριθμούς»
Ο πίνακας που δημοσιεύεται στην έκθεση έχει ως εξής:
ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ 23,3%
ΔΗΜΟΙ – ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ 19,1%
ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΕΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΕΙΣ 16,0%
ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΟΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΙ ΦΟΡΕΙΣ 7,7%
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ 6,8%
ΥΠΟΥΡΓΕΙΑ 6,0%
ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΔΗΜΟΣ. ΔΙΚΑΙΟΥ 5,5%
ΚΡΑΤ. ΝΟΜ. ΠΡΟΣ. ΔΗΜ. ΔΙΚΑΙΟΥ 3,9%
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ 3,7%
ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ 2,7%
ΑΛΛΗ ΝΟΜΙΚΗ ΜΟΡΦΗ 2,6%
ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΩΜΑ – ΥΠΗΡ. ΕΛΕΓΧΟΥ 1,8%
ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ 0,9%
Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει η γεωγραφική κατανομή της διαφθοράς των δήμων που δημοσιεύεται και έχει ως εξής:
ΠΕΡ ΑΤΤΙΚΗΣ 38,7%
ΠΕΡ. ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ 9,7%
ΠΕΡ. ΔΥΤ.ΕΛΛΑΔΑΣ 8,9%
ΠΕΡ. ΚΕΝΤΡ.ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 6,3%
ΠΕΡ. ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 5,9%
ΠΕΡ. ΝΟΤΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ 5,9%
ΠΕΡ. ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ 4,5%
ΠΕΡ. ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ 4,1%
ΠΕΡ. ΗΠΕΙΡΟΥ 4,1%
ΠΕΡ. ΚΡΗΤΗΣ 3,7%
ΠΕΡ. ΑΝΑΤ.ΜΑΚ. & ΘΡΑΚΗΣ 3,3%
ΠΕΡ. ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ 2,6%
ΠΕΡ. ΔΥΤΙΚ.ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 1,9%
ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ 0,4%
Για όσους γνωρίζουν απο αυτοδιοίκηση ο πίνακας αυτός ανατρέπει τα συμπεράσματα του κ. Ρακιντζή και επιβεβαιώνει τους προβληματισμούς μας.
Η τεράστια διαφορά στην διαφθορά μεταξύ Αττικής και περιφέρειας δεν οφείλεται προφανώς στην πραγματικότητα, αλλά στην εγγύτητα των ελέγχων και στο μορφωτικό και γνωστικό επίπεδο των πολιτών της Αττικής που προσφεύγουν πολύ πιο συχνά και εύκολα στην διοίκηση και στην δικαιοσύνη ενώ παράλληλα και οι δημοτικές αρχές αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη αντικειμενικότητα στους ελέγχους απ’ ότι οι δήμαρχοι της επαρχίας.