Το πλεονέκτημα της Ελλάδας κι ο όρος «Δίκαιη»

Aρθρο του κ. Αναστάσιου Χατζηιωαννίδη,   στέλεχος στη ΓΕΡΑΝΟΛΙΜΕΝΙΚΗ ΑΕ. Πρώην Σύμβουλος Επιχειρήσεων σε θέματα διαχείρισης  Ενέργειας, Καυσίμων και Ηλεκτροκίνησης


Μετά την καθιέρωση του όρου «Δίκαιη» στην ΕΕ,  στην άτυπη Σύνοδο Κορυφής το 2021 στην Πορτογαλία (Πόρτο),  αναφορικά με τη βιώσιμη (αειφορική) ανάπτυξη έφερε στο προσκήνιο τις θεμελιώδεις αρχές του Κράτους Δικαίου και ευρύτερα της Δημοκρατίας. Η ανάγκη για κοινωνικά δίκαιη μετάβαση έχει χαρακτηριστικά  μακροοικονομικής πολιτικής  και είναι μία διαφορετική άσκηση. Είναι επιτακτικά  ζητούμενο όχι μόνο για τις  πολιτικές σε επίπεδο ΕΕ, αλλά και σε εθνικό επίπεδο.  Όχι μόνο για τις ουσιαστικές επιδράσεις στην κοινωνία, αλλά να είναι  καταλύτης μείωσης του λαϊκισμού και των εκπροσώπων του, που αδυνατούν να αντιληφθούν τις ταχύτατες εξελίξεις και αλλαγές σε όλα τα επίπεδα. 

Με αφορμή, επί του παρόντος, κυρίως την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας ή θα λέγαμε της  έλλειψης ενεργειακής δημοκρατίας, αλλά και την πλήρη ετοιμότητα πολύ λίγων ιδιωτικών κεφαλαίων για πλήρη άλωση του χώρου της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, η πιο μακροχρόνια και σταθερά αποτελεσματική αντιμετώπιση θα ήταν οι Δήμοι να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο και να μην γίνουν απλοί πελάτες των ιδιωτών σε αυτό τον τομέα.

Οι Δήμοι έχουν εγγύτητα και αμεσότητα με τον πολίτη, μπορούν να παρέμβουν με αναπτυξιακά πλάνα, ώστε να στηρίξουν αδύναμες κοινωνικές ομάδες με στοχευμένα και  πραγματικά κριτήρια, εφόσον δρουν ανεξάρτητα από ιδεοληψίες και στερεότυπα. 

Με νομοθετικές ρυθμίσεις ,  που θα δίνουν πραγματική οικονομική αυτοτέλεια στους Δήμους, θα μπορούν οι Δήμοι να οραματίζονται, να σχεδιάζουν, να προγραμματίζουν, ορίζουν και να υλοποιούν έργα σε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα.

Η οικονομική εξάρτηση των Δήμων από την Κεντρική Διοίκηση κάνει τους Δήμους να αυτοπεριορίζονται σε έργα μικρής κλίμακας και πολλές φορές σε έργα βιτρίνας. Δεν μπορούν να κάνουν μεγαλύτερα αναπτυξιακά έργα και μετρήσεις δεδομένων, να καταγραφούν δείκτες βιωσιμότητας, πολύ περισσότερο όλα αυτά να εμπεριέχουν και τον ζητούμενο όρο «δίκαιη/ο». Πολλές φορές, μάλιστα, οι αυτοδιοικητικές  Αρχές με το πρόσχημα ότι δεν έχουν χρήματα, καλύπτουν την αναβλητικότητά, την ανικανότητα  και την αναποτελεσματικότητά τους.

Στους προεκλογικούς λόγους των Δημάρχων, ως πρωτεύον θέμα ανακοινώνεται, τις περισσότερες φορές,  το μεγάλο ποσό που διεκδικήσαν και «κέρδισαν» -πολλές φορές ως «επαίτες» στα Υπουργεία και τις Περιφέρειες- για το Δήμο τους στην απελθούσα τετραετία, ενώ σε δεύτερη μοίρα αναφέρονται στα μικρά ή μεγαλύτερα έργα.

Θα έπρεπε να είναι αυτονόητη η υποχρέωση της Κεντρικής Διοίκησης  να γνωρίζουν  οι Τοπικοί Άρχοντες και  το Δημοτικό Συμβούλιο, εκ των προτέρων, από την έναρξη της θητείας τους,  το σύνολο των χρημάτων που πρόκειται να τους διατεθούν και να ιεραρχήσουν τις προτεραιότητές τους και τα έργα τους.

Η τοπική αυτοδιοίκηση που είναι ο δημοκρατικότερος θεσμός, που θα μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο στις συρρικνούμενες συνεχώς δημοκρατικές διαδικασίες με την συνεχιζόμενη – εδώ και τέσσερις δεκαετίες – ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας εις  βάρος της νομοθετικής.

Το πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι ότι διαθέτει μόνο τρείς βαθμούς αυτοδιοίκησης την Κεντρική, την Αυτοδιοίκηση Α’ και Β’ Βαθμού, σε αντίθεση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη που έχουν μέχρι και επτά βαθμούς. Είναι, λοιπόν, ζήτημα πολιτικής βούλησης και συγκεκριμένων αποφάσεων να δοθεί η πραγματική αυτοτέλεια στους Δήμους, να αμβλυνθούν οι απόλυτες  οικονομικές εξαρτήσεις από την Κεντρική Διοίκηση και τις Περιφέρειες, να μετατίθενται οι αρμοδιότητες, που για να είναι συνταγματικά κατοχυρωμένες,  θα πρέπει να γίνονται με τη μεταφορά  και των αντίστοιχων πόρων. Μόνο έτσι θα μπορεί να προηγείται  ο όρος «Δίκαιη» – πριν τη «βιώσιμη», είτε λέγεται ανάπτυξη, είτε λέγεται μετάβαση.