Σε νέα φάση φαίνεται να εισέρχεται η συζήτηση για τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς με διαδοχικές δηλώσεις κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών τέθηκε επίσημα στο τραπέζι το ενδεχόμενο άρσης ή επανεξέτασης του θεσμικού πλαισίου που προστατεύει τους εργαζομένους στο Δημόσιο.
Κυβερνητική πρωτοβουλία για επανεξέταση της μονιμότητας
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, μιλώντας δημόσια, τόνισε πως η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να έχει συνέπειες, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο η επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος να περιλάβει τροποποίηση του άρθρου 103, το οποίο σήμερα κατοχυρώνει τη μονιμότητα για τους δημοσίους υπαλλήλους.
«Δεν είναι λογικό σε ένα σύγχρονο κράτος να μην υπάρχουν συνέπειες σε περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται πλήρης ανεπάρκεια», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Μαρινάκης.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η υπουργός Εσωτερικών Νίκη Κεραμέως, η οποία επισήμανε πως «η αξιολόγηση πρέπει να πάψει να είναι τυπική» και ότι «η συζήτηση για τη μονιμότητα πρέπει να γίνει θεσμικά και οργανωμένα».
Ανάλογες δηλώσεις έκανε και η Υφυπουργός Εσωτερικών κα Βιβή Χαραλαμπογιάννη στην ΕΡΤ.
Δημοσκόπηση Metron Analysis: Η κοινωνία διχασμένη
Η δημόσια τοποθέτηση της κυβέρνησης συνοδεύτηκε από τη δημοσιοποίηση δημοσκόπησης της Metron Analysis, τα αποτελέσματα της οποίας δείχνουν σαφώς ότι:
• Το 57% των πολιτών τάσσεται υπέρ της άρσης της μονιμότητας.
• Μεταξύ των νέων 17–34 ετών, το ποσοστό υπέρ φτάνει ή και ξεπερνά το 70%.
• Αντίθετα, δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι εμφανίζονται κατά σε ποσοστά άνω του 60%.
Η εικόνα αυτή αποτυπώνει μια σαφή γενεακή και κοινωνική πόλωση, με τους νεότερους να ζητούν ευελιξία και αξιοκρατία και τους πιο παλιούς να υπερασπίζονται τον θεσμό ως θεμέλιο ανεξαρτησίας του Δημοσίου από πολιτικές παρεμβάσεις.
Νομικό πλαίσιο: Τι ισχύει σήμερα
Σύμφωνα με το άρθρο 103 του Συντάγματος, οι δημόσιοι υπάλληλοι που διορίζονται σύμφωνα με τον νόμο είναι μόνιμοι, εφόσον η θέση τους είναι οργανική. Η μονιμότητα παύει να ισχύει μόνο εάν καταργηθεί η θέση τους ή αν καταδικαστούν πειθαρχικά ή ποινικά.
Οποιαδήποτε αλλαγή σε αυτό το άρθρο προϋποθέτει συνταγματική αναθεώρηση, κάτι που μπορεί να συμβεί μόνο αν μια Βουλή εγκρίνει την αναθεώρηση με πλειοψηφία 3/5 και η επόμενη την ψηφίσει με απλή πλειοψηφία.
Αντιδράσεις από εργαζομένους και κόμματα
Οι πρώτες αντιδράσεις ήρθαν από την ΑΔΕΔΥ, η οποία προειδοποίησε για «απόπειρα αποδόμησης του κοινωνικού κράτους και του πυρήνα της δημόσιας διοίκησης». Τόνισε πως η μονιμότητα δεν αποτελεί προνόμιο αλλά ασπίδα απέναντι σε πελατειακές και κομματικές παρεμβάσεις, εξασφαλίζοντας την ανεξαρτησία της διοίκησης.
Κριτική διατυπώθηκε και από κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία βλέπουν τη συζήτηση ως πολιτικό αντιπερισπασμό και προειδοποιούν ότι η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων στο Δημόσιο θα επιδεινώσει τις παρεχόμενες υπηρεσίες και θα αυξήσει την ανασφάλεια.
Η θέση της Αυτοδιοίκησης
Δεν έχει υπάρξει επίσημη τοποθέτηση της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ) για το θέμα. Αρκετοί όμως αιρετοί — σε ανεπίσημο επίπεδο — παραδέχονται ότι η αξιολόγηση είναι συχνά τυπική, η γενικευμένη άρση της μονιμότητας εγείρει ανησυχίες για την κομματικοποίηση του προσωπικού και για τη δυσκολία προσέλκυσης ικανού επιστημονικού προσωπικού σε ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Η Αυτοδιοίκηση, ως άμεσος εργοδότης χιλιάδων υπαλλήλων, καλείται να εκφράσει με θεσμικό τρόπο τη θέση της και να διεκδικήσει πραγματική αποκέντρωση, ευελιξία και αξιοκρατία, χωρίς να υπονομεύεται η σταθερότητα του ανθρώπινου δυναμικού της.
Η επαναφορά της συζήτησης για τη μονιμότητα στο Δημόσιο δεν αφορά μόνο το εργασιακό καθεστώς των υπαλλήλων, αλλά τη συνολική φιλοσοφία για το πώς πρέπει να λειτουργεί το κράτος: με ασφάλεια ή ευελιξία; με αξιοκρατία ή σταθερότητα; με διαφάνεια ή με αποδόσεις μετρήσιμες;